Τα έθιμα που επικρατούν γενικά στη περιοχή της Τροιζηνίας και στα Μέθανα
είναι πολλά και αναφέρονται στα Χριστούγεννα, τη Πρωτοχρονιά,
στις απόκριες, στο Πάσχα...
Χριστούγεννα - Πρωτοχρονιά - Φώτα
Τα Χριστούγεννα έχουμε το σφάξιμο του χοιρινού, που οι νοικοκυρές το μαγείρευαν με σέλινο και άλλοι το έψηναν στη σούβλα, τα Χριστόψωμα, τα κουλούρια, τα αμυγδαλωτά, και την παραμονή τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα χρησιμοποιώντας αντί για τρίγωνα τα καταβρεχτήρια. Στην αρχή δε στόλιζαν «δέντρο», αλλά κάθε λογής πλεούμενο με φανάρια, όπου υπήρχε θάλασσα.
Την Πρωτοχρονιά εκτός από τα κάλαντα, τη βασιλόπιτα, το φλουρί, τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες, απαραίτητο ήταν το «ποδαρικό», που όλοι ήθελαν να τους κάνει ένα μικρό παιδί, που ήταν άδολο και αγνό. Εκείνο έπρεπε να πάει με ένα ρόδι, που το έσπαγε για να είναι το σπίτι γεμάτο όπως το ρόδι, ή μια πέτρα για να είναι όλοι γεροί σαν αυτήν και οι νοικοκυραίοι του έδιναν γλυκά και χρήματα. Την Πρωτοχρονιά έπαιζαν τυχερά παιχνίδια με προτιμότερα το «κορώνα-γράμματα» ή τα «μονά-ζυγά». Αργότερα ήρθαν και τα χαρτιά που είχαν εικόνες τις μορφές των ηρώων.
Τα παλιά τα χρόνια έδιναν μεγάλη σημασία στο διωγμό των Καλικατζάρων, που για ένα δωδεκαήμερο, όπως πίστευαν Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά και Φώτα ταλαιπωρούσαν όχι μόνο τους ανθρώπους αλλά και τα ζωντανά τους. Έτσι μετά τον αγιασμό των υδάτων, έπαιρναν αγιασμό και ράντιζαν κάθε γωνιά στα σπίτια τους, τους ανθρώπους αλλά και τα ζώα, ενώ τα παιδιά τραγουδούσαν σαν δήθεν Καλικάτζαροι. Την παραμονή των Φώτων, ψάλλονταν τα σχετικά κάλαντα.
« Φεύγετε να φύγουμε, κι έφτασε ο τρουλόπαππας με την αγιαστούρα
του και με την βρεχτούρα του.»
Απόκριες
Οι απόκριες γιορτάζονταν στην περιοχή από πολύ παλιά και οι μασκαράδες είχαν πάντα το πρώτο λόγο.
Όταν άνοιγε το τριώδιο, ντύνονταν με παρδαλά ρούχα, φόραγαν αυτοσχέδιες μάσκες και έβγαιναν στους δρόμους κατά ομάδες, τραγουδώντας αποκριάτικα τραγούδια. Ποτέ όμως δεν οργανώθηκε καρνάβαλος, παρά μόνο μερικές φορές κάποια γαϊτανάκια.
Πολλοί Χιώτες, Σμυρνιοί και γενικά Μικρασιάτες «έφεραν» τους «κουδουνάτους» που ήταν μασκαράδες με κουδούνια. Πολλοί Μωραϊτες συνήθιζαν να μουτζουρώνονται με καπνιά από το τζάκι.
Την Τσικνοπέμπτη «τσίκνιζαν» το ψητό κρέας για να μυρίσει στη γειτονιά γιορτάζοντας την «κρεατινή» Αποκριά, και μετά την «Τυρινή», οι νέοι έκλεβαν ένα μακαρόνι και το έβαζαν κάτω από το μαξιλάρι τους για να ονειρευτούν ποια θα πάρουν.
Εκείνες τις μέρες οι νέοι έφτιαχναν και αερόστατα. Ένα ελαφρύ στεφάνι μια κόλα λεπτό χρωματιστό χαρτί κι ένα στουπί ποτισμένο με πετρέλαιο μέσα σε ένα τενεκεδάκι και ήταν έτοιμα. Τα άφηναν να πάνε ψηλά, και συναγωνίζονταν ο ένας τον άλλο ποιος θα κάνει το μεγαλύτερο και ποιο θα πάει ψηλότερα.
Οι απόκριες της δεκαετίας του 1960 περιλάμβαναν εκτός πολλών άλλων που διατηρούνται ακόμη, μασκαρέματα νέων, αγοριών και κοριτσιών, που ντύνονταν Απάχηδες των Αθηνών, τσιγγάνες, σινιόροι, κ.ά, τραγουδώντας διάφορα αποκριάτικα τραγούδια, όπως το «λεμονάκι μυρωδάτο», «ακούσατε για να σας πω για μια μεγάλη αγάπη», «τούτες οι μέρες το’ χουνε», «σε καινούρια Βάρκα μπήκα» κ.λ.π.
Τα Κούλουμα της Καθαρής Δευτέρας είναι παλιό έθιμο. Το πέταγμα των χαρταετών άρχισε να προβάλει δειλά - δειλά μετά το 1850. Οι «αετοί» ήταν αυτοσχέδιοι και κυρίως «σαΐτες». Ένα άλλο έθιμο ήταν το «ξάρτυσμα», το καθάρισμα των μαγειρικών σκευών από τα λίπη. Η Καθαρή Δευτέρα, λεγόταν τότε Σκυλοδευτέρα, γιατί έριχναν τα υπολείματα των φαγητών στα σκυλιά.
Το Μαρτογάϊτανο
Το Μάρτιο είχαν το «Μαρτογάϊτανο», ένα ασπροκόκκινο βραχιόλι από κλωστές που φοριόταν στο αριστερό χέρι από πολύ παλιά, για να μην τους κάψει ο ήλιος.
Το έθιμο της Πρωταπριλιάς στην περιοχή έχει κι αυτό την δική του ιστορία, με τις προσπάθειες του καθενός να κοροϊδέψει τον διπλανό του.
Το Πάσχα
Των Βαΐων τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα την παραμονή του Λαζάρου ενώ τη Κυριακή τρώγανε ψάρια και μοιράζανε από τις εκκλησίες κλαδιά από βάγια και λουλούδια. Σχετικά με τα έθιμα του Πάσχα, τα παιδιά έβγαιναν να πουν τα κάλαντα το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, στη συνέχεια το στόλισμα του Επιταφίου, η Περιφορά, τα κόκκινα αβγά, η Ανάσταση και το ψήσιμο του οβελία.
Άλλο έθιμο της Μεγάλης Παρασκευής ήταν το κρέμασμα και το κάψιμο του Ιούδα.
Η Ανάληψη
Την ημέρα της Αναλήψεως πήγαιναν στις παραλίες για τη «Μαλλιαρή». Μια πέτρα με φύκια που οι κοπέλες έβαζαν κάτω από το κρεβάτι τους, για να ονειρευτούν ποιον θα παντρευτούν. Παράλληλα έπιαναν αχινούς, πεταλίδες, καβούρια και άλλα θαλασσινά, έπαιρναν θαλασσινό νερό και ράντιζαν όλο το σπίτι τραγουδώντας: «Έξω ψύλλοι και κοριοί, μέσα η πέτρα, η μαλλιαρή» Ακόμη μάζευαν χαμομήλι και έβγαζαν και άπλωναν στα μπαλκόνια ή τις αυλές όλα τα προικιά τους να αεριστούν.
Διάφορα άλλα έθιμα...
Την Πρωτομαγιά γινόταν το γνωστό στεφάνι, στο οποίο οι Μικρασιάτες και κυρίως οι Σμυρνιοί, έβαζαν κι ένα σκόρδο για να αποφεύγεται η βασκανιά. Πολλές κοπέλες, Αρβανίτικης ή Μεγαρίτικης καταγωγής, πήγαιναν τη μέρα αυτή στον αρραβωνιαστικό τους ένα στεφάνι με λουλούδια που είχαν μαζέψει από σπίτι σε σπίτι.
Στις 4 Ιουνίου γιορταζόταν με μεγάλο πανηγύρι, η γιορτή της Παναγίας της Ελεούσας στην Πλάκα, μια γιορτή που δεν γίνεται πουθενά άλλου. Από την παραμονή κλαρίνα, βιολιά, ταμπούρλα, πίπιζες, σαντούρια «χαλούσαν» τον κόσμο, ενώ τα χοιρινά και τα αρνιά που ψήνονταν στη σούβλα μοσχομύριζαν σε πολύ μεγάλη απόσταση. Ο κόσμος γλεντούσε με δημοτικά τραγούδια, έτρωγε και έπινε, ενώ οι διάφοροι μικροπωλητές, διαλαλούσαν την πραμάτεια τους. Αυτό κράτησε μέχρι το 1950 και μετά άρχισε να σβήνει. Τώρα προσπαθούν να το αναβιώσουν.
Ανάλογα πανηγύρια γινόντουσαν στον Άγιο Παντελεήμονα Λεμονοδάσους πάνω από του Καρδάση, του Σωτήρος και της Παναγίας. Αλλά της Πλάκας ήταν πιο γραφικό και ενδιαφέρον, γιατί είχε μια μοναδικότητα.
Ο Κλήδονας με το πήδημα της φωτιά είναι ένα έθιμο που κάπου το βλέπουμε να τηρείται και στις μέρες μας από τους πιτσιρικάδες. Όμως τα παλιά χρόνια ενδιέφερε μικρούς και μεγάλους. Μετά το πήδημα της φωτιάς, οι κοπέλες έπαιρναν ένα δοχείο και το γέμιζαν από τρεις βρύσες με το «αμίλητο νερό». Το έλεγαν έτσι γιατί από τη στιγμή που θα ξεκινούσαν, μέχρι που θα γύριζαν δεν έπρεπε να μιλήσουν σε κανέναν. Μετά έβαζαν μέσα τα «ριζικάρια», διάφορα αντικείμενα με τα οποία θα έβλεπαν το ριζικό τους. Το σκέπαζαν μ' ένα άσπρο πανί, και ανήμερα του Αϊ Γιαννιού, μια πρωτότοκη νέα, έβγαζε ένα ένα τα αντικείμενα και σαν την Πυθία έλεγε το μέλλον της ενδιαφερόμενης. Που τις πιο πολλές φορές ήταν σατιρικό.
Του Σταυρού οι αγρότες πήγαιναν στην Εκκλησία ένα μέρος από τους σπόρους που θα έσπερναν τα πρωτοβρόχια, να τους ευλογήσει ο παπάς. Στη συνέχεια μετά τους ανακάτευαν με άλλους που είχαν στα εικονίσματα, και ήταν οι τελευταίοι της προηγούμενης συγκομιδής, και με όλους όσους θα έσπερναν.
Τη μέρα του Σταυρού, τα παιδιά της γειτονιάς, έπαιρναν ένα χαλκωματένιο ταψί, πήγαιναν στον παπά, εκείνος τους έδινε ένα πρόσφορο, το έκαναν μικρά κομμάτια και ο παπάς τα έλουζε με «άναμα» και λάδι. Μετά εκείνα πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι, και ράντιζαν με αυτά τους σπόρους της κάθε οικογένειας.
Οι Μικρασιάτες έφεραν μαζί τους και το έθιμο των «κουρελιών». Όταν ήθελαν να γίνει κάποιος καλά, κρεμούσαν σε δέντρο, κοντά σε ναό, κουρέλια από τα ρούχα του.
Οι Πελοποννήσιοι, όταν ήθελαν να παρακαλέσουν το Χριστό και τους Αγίους για να γίνει κάποιος δικός τους καλά, πήγαιναν και κρεμούσαν στις εικόνες διάφορα ρούχα του αρρώστου. Αυτά ευλογόντουσαν και έβγαιναν στον πλειστηριασμό με τα έσοδα να πηγαίνουν στην Εκκλησία.
Tα νεκρικά έθιμα δεν έχουν διαφοροποιηθεί σήμερα πολύ σε σχέση με ό,τι γινόταν παλιά. Τα μόνα που δεν τηρούνται, είναι το κατέβασμα ή αναποδογύρισμα καθρεφτών και φωτογραφιών, καθώς και το σπάσιμο του γυάλινου πιάτου, όταν βγαίνει ο νεκρός από το σπίτι.
Ο Γάμος και τα έθιμά του
Πολύ πριν από το 1821, και μέχρι το 1920, οι κοπέλες παντρεύονταν αυτόν που διάλεγε ο πατέρας τους. Όσο για τα έθιμα του γάμου, υπήρξαν διάφορα: αρβανίτικα, μωραΐτικα, και σε μερικές περιπτώσεις νησιώτικα, ανάλογα με τον τόπο καταγωγής.
Του γάμου προηγείτο αρραβώνας, οπότε ο γαμπρός πήγαινε στο σπίτι της νύφης με δώρα. Μετά τον αρραβώνα ως το γάμο (που γινόταν σύντομα) ο γαμπρός δεν ξανάβλεπε τη νύφη.
Δεν γίνονταν γάμοι τη Σαρακοστή και όλοι σχεδόν οι γάμοι γίνονταν το καλοκαίρι. Ο γάμος γινόταν πάντα Κυριακή, Από την αρχή της εβδομάδας του γάμου, οι φίλες της νύφης, όλες ανύπαντρες και υποτίθεται αγνές, τη βοηθούσαν να ετοιμαστεί. Να ετοιμάσει τo φόρεμα του γάμου της, το νυφικό, που σιγά-σιγά όλο και εξελισσόταν, με τραγούδια, όπως: "Σήμερα λάμπει ο ουρανός, σήμερα λάμπει η μέρα, σήμερα στεφανώνεται αϊτός την περιστέρα" και άλλα...
Τις προηγούμενες μέρες, ή και την ίδια μέρα παραδίνονταν στους «προικολόγους» τα προικιά (ρουχισμός) της νύφης, αφού προηγουμένως είχαν εκτεθεί τρεις μέρες στο πατρικό της για να τα δουν οι συγγενείς της. Οι «προικολόγοι» που παραλάμβαναν τα προικιά, πήγαιναν στη νύφη δώρα του γαμπρού. Όταν δε μετέφεραν τα προικιά στο σπίτι του γαμπρού, άπου θα’ μενε η νύφη, τα άφηναν στην πόρτα και οι συγκεντρωμένοι τα έραιναν με ρύζι και τραγουδούσαν "Νύφη μου καλορίζικη κ.λ.π".
Ο γάμος (η στέψη) γινόταν στο σπίτι της νύφης, όπου ο γαμπρός πήγαινε με όλο του το σόι, τους φίλους του, τους προσκεκλημένους του, με τη συνοδεία οργάνων. Αν ήταν κοντά πήγαιναν εν πομπή, με τα πόδια. Αν ήταν μακριά πήγαιναν με τα στολισμένα άλογα. Είχαν μαζί ένα καλά στολισμένο άλογο χωρίς καβαλάρη που προοριζόταν για τη νύφη, ώστε να πάει με αυτό στο σπίτι του γαμπρού. Μπροστά τρέχοντας πάνω σ’ ένα άλογο, πήγαινε ο «συχαρικιάρης», μ’ ένα μαντήλι-φλάμπουρο σε κοντάρι με σταυρό, για να αναγγείλει το «έρχονται».
Μετά τη στέψη, γινόταν γλέντι τρικούβερτο, κι έπεφταν και οι σχετικές μπιστολιές. Το βράδυ ο γαμπρός έπαιρνε τη νύφη κι έφευγαν. Όμως το γλέντι συνεχιζόταν, τρεις μέρες, πότε στο σπίτι του γαμπρού, και πότε στης νύφης. Ήταν τα λεγόμενα «επιστρόφια».
Τότε δεν μοίραζαν μπουμπουνιέρες. Αν υπήρχαν κουφέτα, αυτά ήταν στο δίσκο. Πάντως από κείνα τα χρόνια οι ελεύθερες έπαιρναν τα κουφέτα του δίσκου για να τα βάλουν στο μαξιλάρι τους. Οι συγγενείς για δώρα πήγαιναν κρέας, πίττες και άλλα. Οι πιο στενοί συγγενείς έπρεπε να πάνε ολόκληρο αρνί. Ο γαμπρός και η νύφη δώριζαν στα πεθερικά τους παπούτσια.
Αργότερα όταν έλειψε ο φόβος να πάρει ο γαμπρός τη νύφη αστεφάνωτη και να φύγει, οι γάμοι γίνονταν και στο σπίτι του γαμπρού.
Μετά το 1920, όταν οι γάμοι άρχισαν να γίνονται αποκλειστικά στην εκκλησία, αν τα σπίτια ήταν κοντά, τόσο ο γαμπρός, όσο και η νύφη, πήγαιναν στο ναό εν πομπή με τα πόδια και με τα όργανα να παίζουν. Μετά τη στέψη πήγαιναν πρώτα στο σπίτι της νύφης, μετά στου γαμπρού και διασκέδαζαν.
Απαράβατο έθιμο για πολλά χρόνια ήταν το έθιμο της επίδειξης του ματωμένου σεντονιού, ή του εσωρούχου της νύφης - που για την περίπτωση αυτή ήταν ανοιχτό στα σκέλη- μετά την πρώτη νύχτα του γάμου. Αυτό αποδείκνυε την αγνότητα της και δεν τά’ πλενε ποτέ. Τά’ χε πάντα σαν απόδειξη. Βέβαια μπορεί να μην εκτείθετο σε κοινή θέα, αλλά η πεθερά είχε υποχρέωση ή καλύτερα δικαίωμα να τα δει και να διαπιστώσει. Και ουέ και αλίμονο, αν ή νύφη δεν ήταν αγνή. Την διαπόμπευαν σαν πόρνη και την έδιωχναν. Και υπήρξαν τέτοιες περιπτώσεις. Αλλά υπήρξε και το αντίθετο. Το’ κρυψαν, αλλά έδωσαν στο γαμπρό μεγαλύτερη προίκα, το «πανοπροίκι».
Η Γέννηση παιδιού
Γραφικά ήταν τα έθιμα σχετικά με τη γέννηση παιδιού (1800). Η μαμή κουβαλούσε το σκαμνί της γέννας- το σελλί- κι όταν έφτανε στο σπίτι, άνοιγε πόρτες, παράθυρα, συρτάρια, ξεκλείδωνε το πάντα, για να βγει εύκολα το παιδί. Κι όσες βοηθούσαν έπρεπε να πούνε ότι είδαν στο δρόμο ένα λαδά και του χύθηκε το λάδι, για να γλιστρήσει εύκολα το παιδί.
Αν η γέννα ήταν δύσκολη, φώναζαν το σύζυγο, χτυπούσε τρεις φορές στη ράχη, με το παπούτσι του, την επίτοκο, κι έλεγε: «εγώ σε φόρτωσα, εγώ σε ξεφορτώνω». Μετά τη γέννα τύλιγαν με πανί τη λεχώνα, από το στήθος ως τα νεφρά, για να μην πρηστεί. Οκτώ μέρες δεν έκανε να τη δουν τα άστρα, κι όταν σηκωνόταν πατούσε ένα σίδερο. Επίσης φάσκιωναν το νεογέννητο, προσέχοντας να μην τυλίξουν (!) κανένα κακό μέσα, και του’ βαζαν φυλαχτά.
Τα ήθη και τα εθιμα όπως εμφανίζονται από το δημοσιογράφο
Βασίλη Κουτουζή στο βιβλίο του για την Τροιζηνία και τα Μέθανα.
|