Οι παραδόσεις της Τροιζηνίας

Τα Πιστρόφια

 

Λίγες μέρες πριν από τη γιορτή του Αϊ-Δημήτρη, και το αργότερο μέχρι το πρώτο δεκαήμερο του Νοέμβρη, ξεκινάγανε από το Βαλτέτσι οι τσελιγκάδες και άλλοι τσοπάνηδες με τις φαμίλιες και τα κοπάδια τους να κάνουνε το μακρύ και δύσκολο ταξίδι για το χειμαδιό στο Γαλατά όπου είχαν τα σπιτοκάλυβά τους για να ξεχειμωνιάσουν.

 

Έβλεπες να φεύγουνε από το Βαλτέτσι μπουλούκια - μπουλούκια σε μια μακρινή αράδα, άλλοι καβάλα, άλλοι πεζοί, άλλοι φορτωμένοι κι άλλοι λεύτεροι. Στ' άλογα και τα μουλάρια τους, είχανε φορτωμένα όλα τα χρειαζούμενα, ακόμα και τα μακριά παλούκια, που είχανε για να στήσουνε της καλύβες τους πάνω στα βουνά.

 

Μπροστά πηγαίνανε οι γυναίκες με τις πέτσινες κούνιες, τις λεγόμενες "νάκες", κρεμασμένες στους ώμους, ενώ άλλες γυναίκες σηκώνανε στα χέρια τους τα νεογέννητα αρνάκια, που δυσκολευόντουσαν ακόμα να τρέξουν.

 

Από πίσω ακολουθούσανε τα κοπάδια με τους νέους και το παιδομάνι. Έβλεπες παιδιά, να τρέχουνε και να φωνάζουν στα τσοπανόσκυλα, να περιμαζέψουνε τα κοπάδια. Στα μουλάρια ήτανε ακόμα φορτωμένα καζάνια, καρδάρες και λεβέτια, τετζερέδες, σκάφες, κότες κρεμασμένες από τα σαμάρια κατωκέφαλα, μπόγοι με ρούχα και κουβέρτες και διάφορα άλλα χρειαζούμενα.

 

Για καμιά δεκαριά μέρες έβλεπες το ίδιο σκηνικό. Οι τσελιγκάδες με τις στάνες τους εγκαταλείπανε το Βαλτέτσι, μέχρι που το χωριό άδειαζε. Πίσω στο Βαλτέτσι δεν έμενε πια σχεδόν κανείς.

 

Φεύγοντας από το Βαλτέτσι, την πρώτη μέρα φτάνανε στα Αϊγιωργίτικα και διανυκτερεύανε κοντά στο χωριό Στενό. Το δεύτερο βράδυ, αφού περνάγανε τον Αχλαδόκαμπο, φτάνανε και διανυκτερεύανε στο βουνό, πάνω από τους Μύλους. Την τρίτη μέρα φτάνανε όξω από τ' Ανάπλι και διανυκτερεύανε κοντά στο χωριό Λιοντάρι, ενώ το τέταρτο βράδυ φτάνανε και περνάγανε τη βραδιά τους κοντά στο χωριό Ίρια και το τελευταίο πέμπτο βράδυ, το περνάγανε στη Χώριζα, κοντά στο Ορθολίθι. Από κει άλλοι πέφτανε στη περιοχή από την Κοκκινιά μέχρι το Γαλατά κι άλλοι τραβάγανε για το Θερμίσι και την περιοχή της Ερμιόνης.

 

Ο δρόμος της επιστροφής στο Βαλτέτσι ξεκίναγε πάντα την επόμενη του Αϊ-Γιώργη. Ακολουθούσανε σχεδόν τον ίδιο δρόμο, τα ίδια περάσματα και σε πέντε μέρες φτάνανε στο Βαλτέτσι, όπου τα χιόνια πια είχανε λιώσει και τα βουνά της Αρκαδίας είχανε πια πρασινίσει.

 

Με τα χρόνια όμως πολλές οικογένειες, επειδή κουραστήκανε απ' αυτό το πήγαινε - έλα, δώσανε όλες τις οικονομίες τους και αγοράσανε μεγάλες εκτάσεις, όπου περνάγανε το χειμώνα τους. Οι εκτάσεις αυτές αρχίζανε από τα κράσπεδα της Ερμιόνης και φτάνανε μέχρι το Δαμαλά, τη σημερινή Τροιζήνα. Μερικοί αγοράσανε εκτάσεις και μέσα στο Γαλατά. Έτσι σιγά σιγά μείνανε όλοι αυτοί, μόνιμα πια, στο Γαλατά.

 

Η όμορφη αυτή βαλτετσιώτικη παράδοση των "πιστροφιών" κράτησε μέχρι τη δεκαετία του '60.

 

 

Οι ξυλοκόποι και οι καρβουνιάρηδες στο Γαλατά

 

Το κάρβουνο (ξυλάνθρακες) τα χρόνια εκείνα το κάνανε με τα καρβουνοκάμινα. Αυτά ήτανε καμίνια φτιαγμένα με ξύλο. Οι καρβουνιάρηδες φτιάχνανε μια ομάδα τρία με τέσσερα άτομα, που ήτανε μεταξύ τους συγγενείς ή φίλοι. Ερχόντουσαν σε συμφωνία με τους νοικοκυραίους που είχανε μεγάλες εκτάσεις, και άλλους κτηματίες της περιοχής και πιάνανε το "τοπιάτικο". Το "τοπιάτικο" ήτανε το αγροτοτεμάχιο που πιάνανε οι καρβουνιάρηδες και πλήρωναν νοίκι στους ιδιοκτήτες. Τις πιο πολλές φορές δεν πληρώνανε, αφού με το ξεχέρσωμα της γης γινότανε η έκταση γόνιμο χωράφι. Πολλοί πήγαιναν στην Κοκκινιά και στο Μπέλεσι, σε κρατικές εκτάσεις και γλιτώνανε το νοίκι.

 

Τα καρβουνοκάμινα γινόντουσαν τους χειμερινούς ιδίως μήνες και κράταγαν από το Δεκέμβρη μέχρι και τον Απρίλη, σε χρονιές που δεν υπήρχε λαδοπαραγωγή και τα λιοτρίβια ήτανε κλειστά. Το κόψιμο των ξύλων όμως μπορούσε να γίνει όλο το χρόνο. Έτσι αφού βγάζανε μπόλικα κούτσουρα και κόβανε πολλά ξύλα, διαλέγανε ένα ίσωμα, σε μέρος απάνεμο και κοντά σε νερό. Η επιφάνεια του χώρου του καμινιού ήτανε κυκλική, επίπεδη και γύρω άνοιγαν ένα αυλάκι, για να μη μπαίνουνε τα νερά στο χώρο του καμινιού.

 

Το κτίσιμο του καμινιού ήθελε τέχνη και ένας από την ομάδα, ήτανε ο τεχνίτης που αναλάμβανε το κτίσιμο. Η κατασκευή του καμινιού γινότανε με πρακτικό τρόπο. Μετρούσανε το εμβαδόν του καμινιού με τα βήματα, ανατολικά προς δυτικά και μετά βόρεια προς νότια. Αν τα βήματα ήτανε 6 περίπου μέτρα, το καμίνι θα έβγαζε χίλιες με χίλιες διακόσιες οκάδες κάρβουνο, ενώ αν ήτανε 8 μέτρα, η παραγωγή του κάρβουνου θα ζύγωνε τις 2.000 οκάδες.

 

Αφού τέλειωναν το κτίσιμο, σκέπαζαν το καμίνι με κλαδιά αγριοχαρουπιάς, σχίνου ή βένιας και πάνω από τα κλαδιά σκέπαζαν το καμίνι με χώμα, την καρβουνίστρα. Ύστερα έριχναν από τη "μπούκα" ξερά ξύλα, δαδιά και μικρά ξερά κούτσουρα και άναβαν φωτιά. Το άφηναν να κάψει καμιά δεκαριά ώρες και μετά σκέπαζαν την έξοδο της "μπούκας" και άνοιγαν σε απόσταση μισού μέτρου από την κορυφή δύο τρύπες και από τις δύο μπάντες του καμινιού, να παίρνει αέρα το καμίνι και να κρατάει ζωντανή τη φωτιά. Μόλις πέρναγε μια μέρα έκλειναν τις τρύπες αυτές και άνοιγαν τέσσερις τρύπες μισό μέτρο χαμηλότερα από τις πρώτες και ούτω καθεξής έφταναν στη βάση όπου άνοιγαν περισσότερες τρύπες για να δυναμώσουν το άναμμα των ξύλων. Η διάρκεια του καμινιού κράταγε καμιά δεκαριά μέρες ανάλογα με το μέγεθος του.

 

Οι καρβουνιάρηδες φυλάγανε με βάρδιες το καμίνι μέρα-νύχτα, γιατί πολλές φορές άνοιγε μόνο του μεγάλη τρύπα, έβγαινε η φωτιά όξω και κινδύνευε όλο το καμίνι να γίνει στάχτη και όχι κάρβουνο. Σήμερα πια κανείς στο Γαλατά δεν κάνει τη δουλειά του καρβουνιάρη.

 

 

Τα ήθη και τα εθιμα όπως εμφανίζονται από το δημοσιογράφο
Βασίλη Κουτουζή στο βιβλίο του για την Τροιζηνία και τα Μέθανα.