Τα παλιά χρόνια στην Τροιζηνία και στα Μέθανα

Η Τροιζηνία και η χερσόνησος των Μεθάνων πρωτοκατοικήθηκε γύρω στο 1400 από Αρβανίτες, που ήρθαν από την Πελοπόννησο και την Στερεά Ελλάδα. Γι αυτό το λόγο, στην περιοχή, οι γέροντες μιλάνε και τραγουδάνε ακόμη και σήμερα Αρβανίτικα.

 

Στα πιο νέα χρόνια οι περισσότεροι από τους άνδρες ασχολήθηκαν με τη γεωργία (περιβόλια, ελιές, αμπέλια, σπαρτά, κ.α.), άλλοι με τη θάλασσα (ναυτικοι και ψαράδες) και ορισμένοι ρετσινάδες ("χτύπαγαν" τα πεύκα και έβγαζαν ρετσίνι, το οποίο πουλούσαν). Δε λείπανε βέβαια και τα άλλα επαγγέλματα. Οικογενειάρχες, συντηρητικοί, δούλευαν όλη τη μέρα για το σπίτι τους και την Κυριακή ή τις γιορτές, μετά την Εκκλησία, ξεκουράζονταν στους λιγοστούς καφενέδες των χωριών.

 

Οι γυναίκες κοίταζαν το σπίτι, το στόλιζαν, έπλεναν, μαγείρευαν, ψήνανε ζυμωτό ψωμί στο χτιστό φούρνο που είχανε στο σπίτι, φρόντιζαν τα παιδιά και πήγαιναν στα περιβόλια. Οι πιο μεγάλες, μαζί με τις κοπέλες που τις μαθαίνανε, ασχολιόντουσαν με τα κεντήματα, τη χειροτεχνία, πλέκανε και υφαίνανε με τους αργαλιούς θαυμάσια έργα τέχνης.

 

Τα χωριά ήταν μικρότερα, το βιοτικό επίπεδο των κατοίκων τους ήταν χαμηλότερο απ΄το σημερινό, οι ανάγκες τους ήταν πολύ λιγότερες, οι απαιτήσεις τους περιορισμένες και τα ενδιαφέροντά τους πιο άμεσα και πιο ανθρώπινα.


Οι άνθρωποι ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους και συμμετείχαν στις χαρές και στις λύπες τους κερδίζοντας τη σιγουριά που τους χάριζε η αρμονική συμβίωση μέσα στη μικρή τους κοινωνία!

 

Σημαντική μέρα για την οικογένεια ήταν η ημέρα που γιόρταζε ο Πολιούχος του χωριού. Εκείνη την ημέρα στα χωριά, μετά την Εκκλησία, γινότανε μεγάλο πανηγύρι (ακόμη και σήμερα), με τα παιδιά να ψωνίζουν παιχνίδια ή γλυκά από τους υπαίθριους πωλητές και όλοι μαζί να τρώνε ψητά χοιρινα στη λαδόκολλα στην πλατεία του χωριού και πολλές φορές να χορεύουν με νταούλια και βιολιά.

 

Στους γάμους και στα βαφτίσια και σε όλες τις γιορτές φόραγαν τα "καλά τους". Η φορεσιά των γυναικών ήταν παραδοσιακή και χαρακτηριζότανε από την περίτεχνη κεντημένη ποδιά, την υφαντή μάλλινη μπόλκα και την άσπρη μαντήλα, ενώ οι άνδρες φόραγαν σκούρο παντελόνι, σακάκι με το ανοικτό άσπρο πουκάμισο και τη χαρακτηριστική τραγιάσκα.

 

Τις Κυριακές και τις γιορτές, μετά το φαγητό ή το απόγευμα, όλοι στην οικογένεια φόραγαν πάλι "τα καλά τους" και σεριάνιζαν, πέρα-δώθε στην πλατεία του χωριού ή στην παραλία. Κάνοντας τις βόλτες τους συναντούσαν τους φίλους και τους γνωστούς τους και κατέληγαν στο τέλος στα γραφικά καφενεδάκια της εποχής. Εκεί έπιναν τον καφέ τους, το ουζάκι τους με ελίτσες και ντοματίστες, καθώς επίσης οι γυναίκες να πάρουν το υποβρύχιό τους (βανίλια γλυκό στο κουτάλακι μέσα στο νερό).