Αρχαία ιστορία της Τροιζήνας

Η περιοχή της σημερινής Τροιζηνίας κατοικείτο από το απώτατο και αρχαιολογικά μη ανιχνευόμενο ιστορικό παρελθόν, στην Προϊστορία, από λαούς στους οποίους, από μια εποχή και μετά, κυριάρχησε το Ιωνικό στοιχείο (ως αρχαιότατοι κάτοικοί της αναφέρονται και τα επιδρομικά φύλα των Δρυόπων).

Ως ιστορικό της κέντρο καταγράφεται η πόλη Τροιζήν, που ήταν χτισμένη κοντά στο σημερινό ομώνυμο οικισμό, στους πρόποδες του Όρους Αδέρες και σε απόσταση 3 χλμ. περίπου από το επίνειό της, τον Πώγωνα (το σημερινό Βίδι).

Παρά την έλλειψη αρκετών αρχαιολογικών ευρημάτων, βέβαιο είναι ότι η πόλη και η ευρύτερη επικράτειά της συνδέθηκαν στενά με το Μυκηναϊκό κόσμο.

Οι Τροιζήνιοι έλαβαν μέρος στον Τρωϊκό πόλεμο, με πλοία και πολεμιστές, όπως αναφέρεται στην Ομήρου Ηλιάδα (στ. 559-568 στη β' ραψωδία στον περίφημο "Νηών Κατάλογο"), υπό την ηγεσία του βασιλέα του Άργους Διομήδη, μαζί με την Επίδαυρο, την Ερμιόνη, τη Μάσητα, την Αίγινα, κ.α.

Από την εποχή της κατάρρευσης του Μυκηναϊκού κόσμου (περί τον 12ο αι. π.Χ.) η περιοχή της Τροιζήνας δέχεται ισχυρή Δωρική επιρροή, που μάλλον δεν αναιρεί την Ιωνική της ταυτότητα και δεν ανακόπτει τους ισχυρούς δεσμούς της με πόλεις συγγενούς πολιτισμικής-εθνοτικής αναφοράς και κυρίως με την Αθήνα. Ενδιαφέρουσες είναι, εδώ, οι ποικίλες μυθολογικές παραδόσεις (βλ. προηγούμενη ενότητα), που αποτελούν αδιάψευστη μαρτυρία του βάθους, αλλά και της συνέχειας των δεσμών αυτών.

Κατά τους αιώνες που προηγήθηκαν της λεγόμενης «κλασικής» ελληνικής αρχαιότητας, συντελέστηκαν στην Τροιζήνα ποικίλες εσωτερικές αναστατώσεις, που προκάλεσαν ρεύμα φυγής και κύματα εποικισμού, κατευθυνόμενα κυρίως προς την Κάτω Ιταλία και τη Μικρά Ασία.

Σ’ αυτήν περίπου την εποχή –μεταξύ 10ου-8ου αι. π.Χ.– ανάγεται και η συγκρότηση της δωρικής Αλικαρνασσού, με πρώτους οικιστές –κατά την παράδοση– τους Τροιζηνίους, υπό την αρχηγία του Άνθη. Η πόλη αυτή (που συμπίπτει με το σημερινό Μποντρούμ της Τουρκίας), αποτέλεσε για ένα διάστημα μέλος της Δωρικής Εξάπολης, μαζί με τη Λίνδο, την Ιαλυσό, την Κάμειρο, την Κω και την Κνίδο.

Μεταξύ 7ου – 6ου αι. π.Χ. η Τροιζήν βιώνει ασταθείς σχέσεις αντιπαλότητας με τη γειτονική Καλαυρία και δε συμμετέχει στην Αμφικτιονία της. Προσαρτημένη για ικανή περίοδο στη ζώνη επιρροής του Άργους, περνά περί τα μέσα του 6ου αιώνα υπό τον πολιτικό έλεγχο της Σπάρτης και αρχίζει να χαλαρώνει τις παραδοσιακές της σχέσεις με την Αθήνα.

Κατά τα χρόνια των Περσικών Πολέμων η Τροιζήνα –σε αντίθεση με το γειτονικό Άργος– μετέχει ενεργά στην κοινή προσπάθεια των Ελλήνων για την απόκρουση των εισβολέων. Το 480 π.Χ. –όπως μαρτυρεί ο Ηρόδοτος – οι Τροιζήνες προσφέρουν 5 πλοία στον κοινό στόλο των Ελλήνων και στη συνέχεια έλαβαν μέρος μαζί με άλλους Πελοποννήσιους στην οχύρωση του Ισθμού.

Οι Τροιζήνιοι διακρίνονται για την ανδρεία τους τόσο στην αμφίρροπης έκβασης Ναυμαχία του Αρτεμισίου, όσο και στην καταλυτικής ιστορικής σημασίας Ναυμαχία της Σαλαμίνος, που κατέληξε σε ελληνικό θρίαμβο και σε όλεθρο του εχθρού.

Μάλιστα πριν από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας η Τροιζήνα αποτέλεσε το ασφαλές ορμητήριο ενός μεγάλου μέρους του ελληνικού στόλου, από το επίνειό της τον Πώγωνα, που κατευθύνθηκε στα στενά της Σαλαμίνας για να ενωθεί με το στόλο που ερχόταν από το Αρτεμίσιο.

Θα πρέπει, επίσης να σημειωθεί ότι την εποχή αυτή η Τροιζήνα απέδειξε και την προσήλωσή της στον Ξένιο Δία, φιλοξενώντας μεγάλο αριθμό Αθηναίων, που είχαν εξαναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πόλη τους με το ψήφισμα του Θεμιστοκλή και να αναζητήσουν καταφύγιο στις γύρω περιοχές (κυρίως στη Σαλαμίνα, την Αίγινα και τις ακτές της Αργολίδας).

Όπως αναφέρουν οι πηγές, οι κάτοικοι της Τροιζήνας όχι μόνον προσέφεραν άσυλο στους πρόσφυγες, αλλά αποφάσισαν να τους τρέφουν με δαπάνη του Δημοσίου, να δίνουν στον καθένα 2 οβολούς και τους επέτρεψαν να παίρνουν ό,τι θέλουν από τους αγρούς. Ακόμα, φρόντισαν να προσλάβουν διδασκάλους, για τις εκπαιδευτικές ανάγκες των παιδιών τους!

Στην Τροιζήνα βρέθηκε το 1932 από τον αγρότη Ανάργυρο Τιτίρη μαρμάρινη πλάκα με το ψήφισμα του Θεμιστοκλέους σχετικά με την εκκένωση της πόλης των Αθηνών. Η πλάκα αυτή διασώθηκε από τον φιλάρχαιο καθηγητή Γαλλικών στο Γυμνάσιο του Πόρου, Χρήστου Φουρνιάδη τον Ιούνιο του 1960 μαζί με άλλες αρχαιότητες που είχαν μαζέψει στα σπίτια τους χωρικοί της Τροιζήνας.

Αξιόλογη υπήρξε η συμμετοχή της Τροιζήνας και σε άλλες πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Περσών και ιδίως στις τελευταίες συγκρούσεις (Μάχη Πλαταιών, Ναυμαχία Μυκάλης – 479 π.Χ.), που έκριναν και την τελική έκβαση του όλου πολέμου.

Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Τροιζήν πέρασε πλήρως στη σφαίρα επιρροής της Σπάρτης και υποστήριξε τις πολεμικές επιχειρήσεις των Κορινθίων εναντίον των Κερκυραίων –συμμάχων της Αθήνας– οι οποίες και στάθηκαν αφορμή για την έκρηξη του Πελοποννησιακού Πολέμου (431 – 404 π.Χ.).

Κατά τον ολέθριο εκείνο εμφύλιο πόλεμο η πόλη βρέθηκε –όπως ήταν αναμενόμενο– στο αντίπαλο στρατόπεδο από εκείνο της Αθήνας, της παλαιάς της συμμάχου. Οι Τροιζήνιοι, παίρνουν μέρος στον Πελοποννησιακό πόλεμο, με 10 πλοία, μαζί με τους Επιδαύριους, τους Ερμιονείς και τους Μεγαρείς.

Στην πρώτη φάση των επιχειρήσεων οι Αθηναίοι προσπάθησαν να δημιουργήσουν στην περιοχή της σταθερή βάση για επιθέσεις εναντίον των Λακεδαιμονίων και πραγματοποίησαν εκεί δυο εκστρατείες οι οποίες και συνοδεύτηκαν από καταστροφές και λεηλασίες: Την πρώτη το 430 π.Χ. και τη δεύτερη –και πιο σοβαρή– το 425 π.Χ., οπότε και δημιούργησαν προϋποθέσεις μόνιμης παραμονής τους, ιδίως στη χερσόνησο των Μεθάνων.

Οι όποιες, πάντως, επιτυχίες τους ακυρώθηκαν το 421 π.Χ. με τη Νικίειο Ειρήνη (τερματισμός της πρώτης φάσης του Πελοποννησιακού Πολέμου), με την οποία παραιτήθηκαν οριστικά από τη διεκδίκηση της Τροιζήνας και της ευρύτερης περιοχής της.

Στη συνέχεια ο Πελοποννησιακός πόλεμος ξανάρχισε και συνεχίστηκε μέχρι το 404 π.Χ. (δεύτερη φάση του Πελοποννησιακού Πολέμου). Οι Αθηναίοι νικήθηκαν και εγκατέλειψαν ότι είχαν κατακτήσει μέχρι τότε. Έτσι η Τροιζήνα άρχισε να ορθώνεται και πάλι μέσα από τα ερείπιά της.

Η Τροιζήνα παρέμεινε σταθερός σύμμαχος των Σπαρτιατών και μετά τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου, οπότε σημειώθηκαν ανακατατάξεις στις σχέσεις της συμμαχίας μεταξύ των ελληνικών κρατών. Στην περίοδο αυτή δημιουργήθηκε νέα συμμαχία μεταξύ Αθήνας-Άργους-Κορίνθου-Θηβών, ενώ έχουμε και ανάμειξη των Περσών στα ελληνικά πράγματα. Η στάση της Τροιζήνας επιβεβαιώθηκε κατά τον Κορινθιακό Πόλεμο του 395-385 π.Χ. μεταξύ Σπάρτης-Κορίνθου (που κηλιδώθηκε με την επονείδιστη και δουλοπρεπή προς τους Πέρσες Ανταλκίδειο Ειρήνη του 387 π.Χ.), στον οποίο το 394 π.Χ. όταν οι Κορίνθιοι επιτέθηκαν στους Σπαρτιάτες, οι Τροιζήνιοι τους βοήθησαν με 3.000 οπλίτες, μαζί με τους Επιδαύριους, τους Ερμιονείς και τους Ειλεείς. Επίσης οι Τροιζήνιοι βοήθησαν τους Σπαρτιάτες και κατά την πολυετή πολεμική αναμέτρηση Σπάρτης Θηβών (379-362 π.Χ.).

Το 377 π.Χ. η Αθήνα κάνει συμφωνία ειρήνης με τη Σπάρτη, αλλά η Τροιζήνα παραμένει σύμμαχος των Σπαρτιατών μέχρι τη μάχη των Λεύκτρων, οπότε της επιτίθεται ο Επαμεινώνδας.

Το 373 π.Χ. οι Τροιζήνιοι βοηθούν τους Σπαρτιάτες να επιτεθούν κατά των Αθηναίων, διότι οι τελευταίοι θέλησαν να εμποδίσουν τον αποκλεισμό της Κέρκυρας που επιχείρησε η Σπάρτη.

Το 369 π.Χ. η Τροιζήνα συμμετείχε σε πολεμικές επιχειρήσεις κατά του Επαμεινώνδα και τα στρατεύματα του Επαμεινώνδα λεηλάτησαν την ύπαιθρο της Τροιζήνας και της Επιδαύρου, αλλά δεν μπόρεσαν να καταλάβουν τις πόλεις, οι οποίες φυλάσσονταν ισχυρά.

Το 365 π.Χ. έκλεισαν συμφωνία ειρήνης με τη Θήβα και μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, ένας μακεδονίζων Αθηναίος, ο Αθηνογένης, που απόκτησε πολιτικά δικαιώματα στην Τροιζήνα, γίνεται "άρχων" της πόλης και δημιουργεί ένα είδος τυραννίας για μικρό διάστημα.

Μετά τη Μάχη της Μαντινείας (362 π.Χ.) και το θάνατο του Επαμεινώνδα, που καθορίζει και το τέλος της Θηβαϊκής Ηγεμονίας, η Τροιζήνα εμφανίζεται να επαναπροσεγγίζει για ένα διάστημα την Αθήνα και να της συμπαρίσταται στην αναμέτρησή της εναντίον των Μακεδόνων (αναφέρεται μάλιστα και ως τόπος καταφυγής του Δημοσθένη – που τελικά αυτοκτόνησε στην Καλαυρία [τον Πόρο] το 322 π.Χ.).

Επί των διαδόχων του Μεγάλου Αλεξάνδρου η Τροιζήνα περνά –ανεξαρτήτως των διαθέσεών της– στη ζώνη δράσης και επιρροής των Μακεδόνων και υφίσταται συχνά αλλαγές επικυριάρχων. Σημαντική για την ανέλιξή της υπήρξε η περίοδος κυριαρχίας του Δημητρίου του Πολιορκητή (303-283 π.Χ.).

Το 293 π.Χ. ο Δημήτριος ενισχύει τους ολιγαρχικούς και βάζει φρουρά στην Τροιζήνα, που την διατηρεί και ο γιος του Αντίγονος Γονατάς.

Το 287 π.Χ. οι Τροιζήνιοι βοήθησαν το Δημήτριο στην εκστρατεία που έκανε στη Μικρά Ασία.

Επί ηγεμονίας του Αντιγόνου Β΄ Γονατά (283-239 π.Χ.) όταν ο Αντίγονος εκστρατεύει στη Μικρά Ασία, τότε η Τροιζήνα «απελευθερώνεται» προσωρινά το 278 π.Χ. από το βασιλιά της Σπάρτης Κλεώνυμο. Οι Μακεδόνες επανέρχονται και αποχωρούν οριστικά το 243 π.Χ., οπότε και η Τροιζήνα γίνεται μέλος της Αχαϊκής Συμπολιτείας, όταν ήταν επικεφαλής της Αχαϊκής συμπολιτείας ο Άρατος ο Σικυώνιος

Αυτό κράτησε 15 χρόνια. Στο διάστημα αυτό, Τροιζήνιοι και Καλαβροί, πολέμησαν με τον Άρατο το Σικυώνιο, για την κατάληψη του Ακροκορίνθου.

Το 227 π.Χ. ο βασιλιάς της Σπάρτης, Κλεομένης νίκησε τον Άρατο, και κατέλαβε πολλές πόλεις της Πελοποννήσου. Αυτό είχε σαν συνέπεια το 225 π.Χ. οι Τροιζήνιοι να προσχωρήσουν στον Κλεομένη.

Το 223 π.Χ. ο Κλεομένης έκανε νέα επίθεση κατά του Άρατου και ο τελευταίος με τη βοήθεια του Αντίγονου και των 30.000 ανδρών του, νίκησε την άνοιξη του 222 π.Χ. τον Κλεομένη και διέλυσε τη δύναμή του ολοσχερώς. Τότε η Τροιζήνα, μαζί με όλη την Πελοπόννησο, τέθηκε κάτω από την κυριαρχία του Αντίγονου, και του Άρατου, με μορφή φιλίας.

Το 191 π.Χ. τον Άρατο διαδέχθηκε ο Φιλοποίμην, ύστερα ήρθε ο Μεναλκίδας, και τέλος ο Μεγαλοπολίτης Διαίος.

Το 147 π.Χ., ύστερα από αίτημα των Σπαρτιατών, ήρθαν οι Ρωμαίοι με τον σκληρό Λεύκιο Μόμιο και διέλυσαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία. Στη συνέχεια υποδούλωσαν και κατέστρεψαν τις πόλεις της Πελοποννήσου.

Αρχαία ιστορία των Μεθάνων

Η πόλη και η Χερσόνησος των Μεθάνων αναφέρονται για πρώτη φορά σε γραπτά κείμενα από τους ιστορικούς Θουκυδίδη (5ος αιώνας π.Χ.), Διόδωρο το Σικελό (1ος αι..π.Χ.), από τους Γεωγράφους, Στράβωνα (1ος αιώνας π.Χ.) και Κλαύδιο Πτολεμαίο (2ος αιώνας μ.Χ.) από τον Λατίνο ποιητή Οβίδιο (1ος αιώνας π.Χ.) καθώς και από τον μεγάλο περιηγητή της Αρχαιότητας Παυσανία (2ος αιώνας π.Χ.). Αργότερα αναφέρονται από τον Ιεροκλή (6ος αιώνας μ.Χ).

Η χερσόνησος έχει δείγματα συνεχόμενης κατοίκησης που ξεκινούν από την Νεολιθική εποχή, σύμφωνα με τα σημαντικότατα αρχαιολογικά ευρήματα στο Παλαιόκαστρο (Βαθύ) που βρισκόταν η Ακρόπολη των αρχαίων Μεθάνων και στην κορυφή του βουνού της Χελώνας. Ένα ειδώλιο (κεφάλι) που βρέθηκε πριν μερικά χρόνια, είναι Κυκλαδίτικης τεχνοτροπίας, και ανάγεται στο 3.000 π.Χ.

Στην επόμενη περίοδο την Πρωτοελλαδική (2800-1900 π.Χ.) φαίνεται να υπάρχει πιο έντονη κατοίκηση στην περιοχή. Πρωτοελλαδικοί οικισμοί εντοπίστηκαν στον Ισθμό και στο νησάκι των Μεθάνων.

Στην Υστεροελλαδική, Μυκηναϊκή εποχή οι κάτοικοι της περιοχής είναι οι Ίωνες. Έχτισαν τους οικισμούς τους στην περιοχή του Μεγαλοχωρίου, στο υψίπεδο Θρονί και στη Χελώνα. Με την έναρξη των ιστορικών χρόνων τα Μέθανα όπως και η Καλαύρεια δέχτηκαν ειρηνικά τους Δωριείς εποίκους.

Η επόμενη περίοδος είναι η Κλασική, περισσότερο γνωστή λόγω των πλουσιότερων πληροφοριών. Κυρίως για τα Μέθανα γνωρίζουμε ότι οχυρώνεται ο οικισμός του Μεγαλοχωρίου και χτίζονται νέοι οικισμοί στο Νησάκι Μεθάνων, στο Θρονί, στον Ογά και τη Μαγούλα, στη Καημένη Χώρα και τη Χελώνα. Από πληροφορίες των ιστορικών συμπεραίνεται ότι ο πληθυσμός της περιοχής της Χερσονήσου στα Κλασικά χρόνια θα ήταν περίπου 9.000 χιλ. άνθρωποι μαζί με τα Μέθανα.

Το πολίτευμα πρέπει να ήταν ολιγαρχικό. Στα Ελληνιστικά χρόνια τα Μέθανα και η Καλαύρεια ήσαν ανεξάρτητα, ενώ εκείνη τη περίοδο αρχίζουν να χρησιμοποιούνται οι λουτρικές εγκαταστάσεις στην Πηγή της Βρωμολίμνης (Άγιος Χαράλαμπος) και της Κάτω Μούσκας. Τον 4ο και 3ο αιώνα π.Χ. τα Μέθανα πρέπει να είχαν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας, αφού έκοβαν και δικά τους νομίσματα τα οποία παρίσταναν την κεφαλή του Ηφαίστου (αρχαιοελληνική θεότητα της φωτιάς και των ηφαιστείων).

Στον δρόμο από Μέθανα προς Στραβόλογγο συναντάμε δεξιά μας, μέσα σε ελαιώνα αρχαίο πύργο, καλοδιατηρημένο οικοδόμημα του 4ου αι.π.χ., με λαξευτές ηφαιστειακές πέτρες και μία εντυπωσιακή πύλη.

Τον 3ο αιώνα π.Χ. στην περίοδο των Ελληνιστικών χρόνων που βασιλιάς ήταν ο Μακεδόνας Αντίγονος Γονατάς (283- 239 π.Χ.), το ηφαίστειο των Μεθάνων εξερράγη και την ίδια περίοδο η Χερσόνησος κατακτήθηκε από την δυναστεία των Πτολεμαίων για ένα περίπου αιώνα και ονομάστηκε Αρσινόη προς τιμήν τις συζύγου του Πτολεμαίου του 4ου.

Δείγματα κατοίκησης και πολιτισμών διαφορετικών χρονολογικών περιόδων θα συναντήσουμε σε όλη σχεδόν την επιφάνεια της χερσονήσου.
Σχετικά πρόσφατα, το 1990, η αρχαιολόγος Ελένη Κονσολάκη έκανε μία πολύ σημαντική ανακάλυψη προιστορικού μυκηναικού οικισμού (13ου-14ου π.Χ. αι.) στον λόφο με το εκκλησάκι των Αγ. Κωσταντίνου και Ελένης, 1.5 χλμ. από τα Μέθανα, στον δρόμο προς Κυψέλη.
Επίσης ερείπια μυκηναικής ακρόπολης διασώζονται στον λόφο ΟΓΑ (που πήρε το όνομά του από τον πύργο ενός Αγά που βρισκόταν στην περιοχή αυτή), ανατολικά της Κυψέλης με πανέμορφη θέα ανατολικά προς τον Πόρο και το πετροκάραβο.

Σημειωτέον ότι το στενό που ενώνει την Πελοπόννησο με τη χερσόνησο των Μεθάνων και ολόκληρη η χερσόνησος των Μεθάνων έχει χαρακτηριστεί ως Αρχαιολογικός χώρος από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.